- ρητοροδιδάσκαλος
- ο / ῥητοροδιδάσκαλος, ΝΜΑδάσκαλος τής ρητορικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, -ορος + διδάσκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρητορικοδιδάσκαλος — ὁ, Μ ο ρητοροδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητορικός + διδάσκαλος] … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
ψευδορήτωρ — ορος, ὁ, Α άτομο που εμφανίζεται ως ρητοροδιδάσκαλος χωρίς να έχει τα προσόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ῥήτωρ] … Dictionary of Greek
Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Βάσσος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Β. Καικίλιος. Ευγενής Ρωμαίος, σύγχρονος του Κικέρωνα, στενός φίλος του Πομπήιου. 2. Β. Ιούλιος. Ρητοροδιδάσκαλος των χρόνων του Αυγούστου. 3. Β. Ιούλιος. Γιατρός των χρόνων του Αυγούστου. 4. Β.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ερμαγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Αμφιπολίτης (3ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Ζήνωνα και του Περσαίου. 2. Ο Τημνίτης (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Τήμνο της Αιολίδας. Υπήρξε ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος, αρχηγός της ροδιακής… … Dictionary of Greek
Κράτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζωγράφος των αρχαϊκών χρόνων από τη Σικυώνα. Σύμφωνα με τον Αθηναγόρα υπήρξε ο εφευρέτης της γραφικής, δηλαδή του σχεδίου. 2. Ρωμαίος ρητοροδιδάσκαλος, ελληνικής καταγωγής (1ος αι. μ.Χ.). Ως ρήτορας… … Dictionary of Greek
Λάχαρης — (5ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους αξιόλογους Έλληνες ρήτορες. Στο λεξικό της Σούδας αναφέρονται διάφορα έργα του, από τα οποία το πιο αξιόλογο τιτλοφορείται Περί κώλου και κόμματος και… … Dictionary of Greek